- τσιλιαδόρος
- lookout
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
τσιλιαδόρος — ο, Ν αυτός που κρατάει τσίλιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίλια + κατάλ. δόρος (πρβλ. σαλτα δόρος)] … Dictionary of Greek
τσιλιαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που φυλάει τσίλιες (βλ. λ.), ο φρουρός, ο σκοπός, το καραούλι σε ύποπτες επιχειρήσεις κακοποιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)